Κατόπιν συνάντησης του Υπουργού Κ. Χατζηδάκη με τη διοίκηση της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, αποφασίστηκε η ανάθεση στις τράπεζες της τεχνικής υποστήριξης για τον έλεγχο των σχεδίων του Επενδυτικού Νόμου. Μια τέτοια κίνηση αποτελεί στρατηγικό λάθος, τόσο για την αποτελεσματικότητα του ίδιου του προγράμματος αλλά και για την μακροπρόθεσμη επίτευξη των στόχων που τίθενται μέσω αυτού.
Οι τράπεζες είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα των οποίων η δομή και ο προσανατολισμός αντίκεινται στο γενικό πλαίσιο και τους άξονες που προτάσσει και προωθεί ο Επενδυτικός νόμος. Συγκεκριμένα, οι άξονες της καινοτομίας και της ανάπτυξης νέων προϊόντων και υπηρεσιών είναι δεδομένο ότι θα παραγκωνιστούν χάριν της έκδοσης δανείου, της πώλησης κάποιου τραπεζικού προϊόντος και της διατήρησης πελατειακών σχέσεων.
Ακόμα όμως και στην υποθετική περίπτωση που το εν λόγω σενάριο εφαρμοζόταν με ιδανικό τρόπο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εγείρονται ερωτηματικά αναφορικά με την διαφάνεια και την αξιοκρατία στις διαδικασίες αξιολόγησης και παρακολούθησης των έργων. Η ανάθεση των εν λόγω διαδικασιών στις τράπεζες στην πραγματικότητα μεταφράζεται σε συμμετοχική διαχείριση δημόσιων κεφαλαίων από ιδιωτικούς φορείς. Στην περίπτωση δε, που το εν λόγω σενάριο δεν λειτουργήσει υπό αυστηρή εποπτεία, υπάρχει κίνδυνος απώλειας του ουσιαστικού ελέγχου των υπαγωγών- ανοίγοντας έτσι το κουτί της Πανδώρας στην αδιαφάνεια και την διαπλοκή. Συνυπολογίζοντας την ήδη βεβαρημένη κατάσταση και σκανδαλολογία γύρω από τον τρόπο αξιολόγησης των έργων και της απόδοσης επιδοτήσεων, είναι βέβαιο ότι η εν λόγω κίνηση θα αυξήσει περεταίρω την δυσπιστία και απροθυμία των υποψήφιων επενδυτών επιδεινώνοντας το ήδη αρνητικό κλίμα στον τομέα των επενδύσεων.
Σημειώνεται δε, ότι το σενάριο αυτό διαφέρει από την προγενέστερη περίπτωση ανάθεσης στις τράπεζες της αξιολόγησης προτάσεων στο πλαίσιο των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων (ΠΕΠ) του ΕΣΠΑ. Ο Επενδυτικός νόμος αποτελεί -εν αντιθέσει με τα ΠΕΠ- πρόγραμμα με ευρύ χρονικό ορίζοντα και αφορά επενδυτικά έργα πολλαπλάσιων κεφαλαίων και πολύ μεγαλύτερης αναπτυξιακής βαρύτητας.
Επιπλέον, ήδη στα αρμόδια τμήματα του Υπουργείου και των Περιφερειών υπάρχουν αντίστοιχες θέσεις εργασίας στις οποίες απασχολούνται άτομα με μεγάλη εμπειρία στην αξιολόγηση και παρακολούθηση επενδυτικών σχεδίων. Τυχόν καθυστερήσεις στην αξιολόγηση των και την επικοινωνία με τους υποψήφιους επενδυτές δεν οφείλονται σε ανεπάρκεια των εν λόγω φορέων ή των ατόμων που τους στελεχώνουν, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο και την γραφειοκρατία που περιβάλλουν τον Επενδυτικό νόμο και επί σειρά ετών καθυστερούν και δυσχεραίνουν την υλοποίηση των εγκεκριμένων σχεδίων.
Συνοψίζοντας, είναι ουσιώδους σημασίας η αναθεώρηση των διατάξεων του Επενδυτικού νόμου και η συστημική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών και φορέων που εμπλέκονται, προκειμένου να επιτευχθεί ο πρωταρχικός στόχος δηλαδή η μόχλευση επενδύσεων και η απρόσκοπτη ενίσχυση της ανάπτυξης.