Βουλγαρία
Ο νέος Νόμος της Κατάσχεσης του Περιουσιακού Στοιχείου-Αποφασιστικό Βήμα κατά της Φοροδιαφυγής
Ο πολυσυζητημένος νέος Νόμος της Κατάσχεσης του παράνομου περιουσιακού στοιχείου ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο στις 3 Μαΐου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το νομοσχέδιο υποβλήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους πρέπει να χειροκροτήσουμε την απόφαση του ανώτατου νομοθετικού σώματος της χώρας να μεταρρυθμίσει το καθεστώς της δήμευσης παράνομων περιουσιακών στοιχείων.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η Επιτροπή για την Αναγνώριση και την Κατάσχεση των Στοιχείων που προήλθαν από εγκληματική πράξη έχει την εξουσία να παραλαμβάνει την επαλήθευση περιουσιακών στοιχείων όπου νομική διαδικασία περιλαμβάνει ουσιαστικά οφέλη από την τρομοκρατία, την συμμετοχή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα, την απαγωγή, την εμπορία ανθρώπων, την κλοπή, την ληστεία, τις καταχρήσεις, τα ναρκωτικά, την φοροδιαφυγή κ.λ.π.
Η Επιτροπή θα έχει το δικαίωμα να εξετάσει και να κατάσχει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, όπου υπάρχει σημαντική (περισσότερα από 250,000 Λέβα) ασυμφωνία μεταξύ των καθαρών εσόδων του ατόμου που αποτελεί αντικείμενο έρευνας και των περιουσιακών στοιχείων. Για σκοπούς επιθεώρησης ενδέχεται να μην αναφέρεται μόνο σε άτομα, αλλά επίσης και σε νομικές οντότητες. Στην προηγούμενη περίπτωση, η επιθεώρηση δεν περιορίζεται στις επιχειρησιακές δραστηριότητες των ατόμων, αλλά επεκτείνεται στα περιουσιακά στοιχεία και στα οικογενειακά εισοδήματα και σε όλα «τα σχετιζόμενα μέρη» (συζύγους, ανήλικα παιδιά, σε μέλη της ευρύτερης οικογένειας κ.λ.π.).
Ο νέος νόμος παρέχει λεπτομερείς όρους και διαδικασίες για την δήμευση περιουσιακών στοιχείων, για την απόκτηση των οποίων δεν υπάρχει καμία νομική βάση/νόμιμη πηγή. Σε αντίθεση με τον ισχύοντα νόμο, κατάσχεση δεν προνοείτε στην καταδίκη.
Ο νέος νόμος αντιμετωπίζει την διαδικασία κατάσχεσης σε δύο φάσεις: διαδικασία που πραγματοποιείται από την Επιτροπή Αναγνώρισης και Κατάσχεσης Στοιχείων Ενεργητικού που προήλθαν από εγκληματική πράξη, η οποία επιβεβαιώνει τις πηγές για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων λαμβάνοντας ενδιάμεσα μέτρα και την διαδικασία κατάσχεσης που διενεργείται από το δικαστήριο.
Υποθέσεις όπου η Επιτροπή για την Αναγνώριση και Κατάσχεση των Στοιχείων που προήλθαν από εγκληματική πράξη, έχει το δικαίωμα να κινήσει την διαδικασία, για να αποφασίσει αν η ιδιότητα υπό έρευνα αποκτάται με κεφάλαια για τα οποία δεν υπάρχει καμία νομική πηγή, αναφέρονται ειδικά στο νόμο. Η περιουσία που επιθεωρείται για το σκοπό αυτό είναι περιουσία δύο ομάδων προσώπων: Εκείνους που αναφέρονται για ποινικό αδίκημα που σχετίζονται σε ουσιαστικό όφελος ή εκείνους που δεν κατηγορούνται για λόγους του Άρθρου 24 του Ποινικού Κώδικα; και άτομα ή νομικές οντότητες που κατέχουν ή ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία λογικά μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι αποκτήθηκαν από άλλο άτομο που κατηγορείται για εγκληματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της φοροδιαφυγής. Προφανώς, ο νέος νόμος εστιάζεται σε άτομα για τα οποία λογικά πιστεύεται ότι, κατέχουν ή ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία παράνομης προέλευσης.
Πριν τις διαδικασίες αυτές, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να διεξάγει χρηματοπιστωτική έρευνα όπου τα ενδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ενεργητικό και των πηγών για την απόκτησή του θα μπορούσαν να διερευνηθούν μέχρι και 10 χρόνια πίσω. Η περιορισμένη αυτή περίοδος, έχει επικριθεί ως εμπόδιο της δυνατότητας της κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων με παραβίαση του νόμου στις αρχές των δημοκρατικών αλλαγών στην χώρα πριν από 25 χρόνια.
Το νομοσχέδιο επίσης καθορίζει τον τύπο των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να υπόκεινται σε κατάσχεση. Όταν τα στοιχεία αυτά είναι αδύνατο να αποσπαστούν από την υπόλοιπη περιουσία, ένα ισοδύναμο ποσό υπολογίζεται στην αγοραία αξία του στοιχείου κατά την στιγμή της κατάσχεσης.
Η πίεση από τα Ευρωπαϊκά Ιδρύματα είναι αναμφισβήτητα ένας από τους κυριότερους παράγοντες, αλλά είναι προφανές ότι υπάρχει επίσης μια ισχυρή πολιτική βούληση σε εθνικό επίπεδο για τον «μετριασμό» της σημαντικής συσσώρευσης πλούτου από ορισμένα άτομα από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της φοροδιαφυγής, κατά τα τελευταία 25 χρόνια.
Ο νόμος θα τεθεί σε ισχύ 6 μήνες μετά την δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα.